Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

Θολό φεγγάρι

Θολό το φεγγάρι, θολό και το μυαλό της.
Άκουγα απ΄το στόμα της λόγια που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Απίστευτα και αταίριαστα με την δική της προσωπικότητα.
Θολά και τα λόγια της.
Να ήταν αλήθεια; Γιατί όχι; Άλλωστε τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι ημερομηνίες ήταν αληθινές. Γιατί όχι και οι αιτίες.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου….
Έκπληξη τα όσα άκουσα, σοκ τα όσα είδα και έζησα από κοντά σήμερα.
Σοκ και η εικόνα της, το βλέμμα της, οι κινήσεις της, τα λόγια της.
Αιτία και τα χάπια. Μαζί με την ασθένεια.
«Που να την έβλεπες στο υπόγειο δεμένη!»
Σοκ και μόνο η φανταστική σκηνή.
Βόλτες πάνω κάτω, πέρα δώθε. Μαζί της κι εγώ. Την κρατούσα απ΄ το μπράτσο και έσφιγγα μάτια και ψυχή, να μη λυγίσω.
Να μη προδοθώ ότι δεν τ΄αντέχω.
Να μην καταλάβει ότι θέλω να φύγω. Ότι δεν το μπορώ.
Βόλτες και έξω στον φραγμένο, αλλά πολύ όμορφο κήπο. Αγκαζέ. Πάνω, κάτω, γύρω, γύρω.
Θυμήθηκα μια ταινία με φυλακισμένους (ή τρελλούς;) που περπατούσε ο ένας πίσω απ΄τον άλλον και καθένας έλεγε τα δικά του ή σκεφτόταν.
Διαφορετικό το σκηνικό. Δυο μας αγκαζέ, μόνες μας σε έναν άδειο κήπο γιατί έκανε κρύο. Πάνω κάτω, γύρω γύρω.
Ήθελε να περπατήσει….
Να περπατήσει πολύ.
Και να φύγει.
Εγώ ήθελα μόνο να φύγω. Χωρίς να περπατήσω. Πετώντας αν γινόταν.
Να μη βλέπω.
Μα και τώρα που έφυγα, είμαι εκεί.
Παγωμένη, όπως κι εκεί.

Δυο γυναίκες, νέες, να περπατούν στα χαμένα…..
Και οι δυο χαμένες ήταν.
Άρρωστη η μια.
Ποια απ΄τις δυο άραγε πιο πολύ;
Αν εκείνη η ψυχρή γυναίκα, η αναίσθητη για πολλούς και για πολλά, θόλωσε το μυαλό της από ευαισθησία, όπως λέει, το δικό μου το μυαλό, γιατί δεν θόλωσε ακόμη, αφού όλοι με αποκαλούν υπερευαίσθητη;
Υπήρχε προδιάθεση λένε και βεβαρημένο παρελθόν απ’ τα 18.
Κι εσείς γιατροί, τι κάνετε; Που είναι η θεραπεία σας;

Φοβάμαι το αύριο. Φοβάμαι το «μετά» απ’ το «όταν» βγει. Φοβάμαι το παραπέρα….. και την ασφάλεια των παιδιών της.
Φοβάμαι πολλά.

Αφήσαμε το θολό φεγγάρι στον κήπο μόνο του και την πήγα στο δωμάτιό της. Παντού κάγκελα. Στο παράθυρο η φραγμένη θέα της, μου έσφιξε πιο πολύ την καρδιά.

Δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Φεύγοντας τρόμαξα από νέες και νέους ασθενείς που σκοντάφταν πάνω μου. Αν είναι δυνατόν! Τόσο νέοι! Εκεί μέσα;

Λυπόμουν και φοβόμουν.
Φοβόμουν και λυπόμουν.

Γιατί;
ΓΙΑΤΙ;

Όταν απομακρύνθηκα φωτογράφησα πάλι το φεγγάρι.

Θολό και πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: